Καλάδες, Άγιος ο Θεός, ντόνα και ξαναντόνα, Κι ο Νικολής μάς φώναζε: Ένα σκοινί ακόμα! Η μάτσα πάει στο γιαλό, και ποιός θα μας καλάρει? Κι ο Νικολής μάς φώναζε να βγούμα από τα αμπάρι.
Ως κι ο καραβοκύρης μας, κι αυτός κακό μας θέλει, Θέλει πρωί, θέλει βράδυ, θέλει και μεσημέρι, Θέλει και τα μεσάνυχτα, θέλει και χαρομέρι, Θέλει και τα μεσάνυχτα, θέλει και χαρομέρι.
Η ψαροπούλα έρχεται, και φέρνει τα καρβέλια, Αν είν’ ζεστά και μαλακά, θα μπήξομε τα γέλια. Βρε έχω μούτσοι δεν οφελούνε, βρε μόνο τα ψωμιά χαλούνε, Βρε έχω χανατζή καμπούρη, βρε και πλωριό με δίχως μούρη.