Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου. Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό σ’ ένα αιώνια ποτισμένο απ’ το κρασί καπηλειό, μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ’ όνειρό μου. Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου που `ναι σαν να συνέβη χθες και ορκίσου αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου, μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής. Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις, όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ’ τις σκιές σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.