Πάμε παρέα, αδερφέ μου, μη κάνεις κράτη. Το έχω άχτι να περάσω απ' τον συρμάτινο φράκτη και τον ήλιο να θαμπώσω για λίγο, να μη μας πάρουν χαμπάρι όσο θ' ανοίγω και θα πνίγω στης γης τα ρήγματα, τα πιο όμορφα κρίματα, ζωής θελήματα, της φτώχειας γεννήματα, μονάκριβα ποιήματα και δίπλα στα θύματα η παρέα μου ίχνη αφήνει, και πατήματα Πάμε...
Τρομάξτε τους ήδη φοβισμένους δεσμώτες με λόγια κι οι νότες κι οι ατσάλινες πόρτες ραγίζουν κι οι ταπεινοί τα ουράνια αγγίζουν, δυο πύρινα μάτια και πύργους γκρεμίζουν. Πάμε...
Πάμε σαν διψασμένα πουλιά μέχρι το Γκουαντανάμο να πάρουμε τη φωτιά
Πάμε, φώναξε σ' όλους πως πάμε, μιλάμε, αγαπάμε, νοιώθουμε και τα δεσμά τους σπάμε. Ανταμώνουμε και σ' άλλη γλώσσα μιλάμε, στου ονείρου την άκρη περνάμε.