Τη δόξα των ανθρώπων δε γυρίζω στης πέτρας τη παλιά τη συλλογή κι άλλο απ' το μαύρο χόρτο δε γνωρίζω παρά μονάχα σκέφτομαι κι ελπίζω. ποια λόγια θα περάσουν την πληγή και τι θα ξεχαστεί μ' αυτά που χτίζω
Όσοι θα βρουν το φως να λιγοστεύει και την καρδιά κρεμάσουν σε κλαδί κοντά σε μια φωτιά που ζωντανεύει στην όχθη που τον άνθρωπο παλεύει το μαύρο φως και θέλει να τον δει και στα μαλλιά του αγέρας να σαλεύει
Σ' αυτούς η μοναξιά κι η λησμοσύνη κι η πέτρα δίχως χώμα και νερό γι' αυτούς μέσα στον ύπνο τους θα μείνει τ' αηδόνι και το πλοίο Σαντορίνη με δυο χιλιάδες φόρτωμα πικρό στο γέλιο των κυμάτων που σ' αφήνει
Γνωρίσαμε τον ορφανό και το φυλακισμένο και μάθαμε τον κυνηγό και τον κυνηγημένο. κι είδαμε κόρη να θρηνεί σε νυφικό κρεβάτι και το γαμπρό μ' αρματωσιά σε μαύρο μονοπάτι