Αυτή η πόλη που αγάπησα παλιά κι όλο γυρνούσα στ' ανοιχτά παράθυρά της έγινε βάρος που αδιάφορα περνά σαν μια συνήθεια παιδική, σαν ένα λάθος.
Αυτά τα χρόνια που μετράω με το στανιό τα λίγα, τα πολλά, τ' άγνωστα χρόνια με βρίσκουν μόνο να γυρνάω μ' ένα φακό σ' έναν καθρέφτη μαγικό, μια χούφτα πιόνια.
Ένα που αγάπησε πολύ κι άλλο που τυραννιέται δυο τρία που ξεστράτισαν κι άγρια παραστράτησαν, κάποιο που ξόδεψε το φως κι έμεινε άδειος ο καιρός, λίγα που δυστυχήσανε και τη ζωή γκρεμίσανε.
Φύλακα στην καλύβα σου κρατάς το βασιλιά τους είναι αστείο, σοβαρό δε το χωράει η καρδιά τους.
Φύλακα στην καλύβα σου κρατάς τον άνθρωπό τους λείπει το φως, λείπει το φως κι έχασαν τον καιρό τους.
Φωνάζω μεσ' στη νύχτα κι ύστερα σωπαίνω σαν τα πουλιά μεσ' στα κλαδιά σου το χειμώνα.