Ευοίωνα, ευάερα, ευήλια πρωινά βουλιάζετε στου νέφους την γκριζόμαυρη αγκαλιά, και μόνο στα σκιρτήματα και στις αναλαμπές κερδίζετε ό,τι χάνουμε στου δρόμου τις στροφές.
Τίποτα δε σημαίνει τίποτα κι όλα ύποπτα σε νύχτα εκεί, βαθιά, μόνο απ’ το θαύμα που προσμένουμε ανατέλλει φως, τώρα πια.
Ετούτο το κουβάρι ξετυλίγεται γοργά, μπερδεύει όλα τα νήματα και κόβει τα σκοινιά, η άκρη κάπου χάθηκε, σε χώρα μυθική κι εδώ, μ’ εμάς τι γίνεται, να βρούμε κάποια αρχή.
Τίποτα δε σημαίνει τίποτα κι όλα ύποπτα σε νύχτα εκεί, βαθιά, μόνο απ’ το θαύμα που προσμένουμε ανατέλλει φως, τώρα πια.
Το μαύρο, άσπρο λέγεται, σαν να `ταν φυσικό, καρφάκι δε μου καίγεται, αχ, πάρε με από `δω, μα αν σώσω το κεφάλι μου σε μια καμμένη γη μοιάζει με δώρο άδωρο και μ’ έρημη γιορτή.
Τίποτα δε σημαίνει τίποτα κι όλα ύποπτα σε νύχτα εκεί, βαθιά, μόνο απ’ το θαύμα που προσμένουμε ανατέλλει φως, τώρα πια.