Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη με γυμνή πατούσα να μετράει τον ήλιο να διαβαίνει ποταμούς μ’ απλωτές οργιές σαν την λαγωνίκα ψάχνοντας τον Άδη να ζητάει το δρόμο πότε με τον ύπνο πότε με τον ξύπνο να κερδάει τον κόσμο, με ζαριές.
Είδα τον παππούλη μου, τον Μικρασιάτη άκρη άκρη στο ποτάμι, τυλιγμένος με προβειές. Σπαραγμένος από μέδουσες σκυλιά, πλήθος όρνεα, αρμαθειές γύρω τριγύρω σερπετά.
Έφυγε ξαρμάτωτος ούτε που μετάλαβε έφυγε ξαρμάτωτος λίγο πριν μπαρκάρει για μακρύ ταξίδι στους μικρούς μπαξέδες του καρασεβντά.