Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά. Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα το καταμεσήμερο και θρηνολογεί. Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά. Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά.