Ο ήλιος έπεσε, σαν δίχτυ μ’ έπιασε Στο δρόμο μ’ έφερε που περπατάς Πληγές δε ρώτησε, αλήθειες φώτισε Σ’ άλλο πουκάμισο πως ακουμπάς
Βαθιά μου ζεις απωθημένο Και τρεις ευχές με κόμπους δένω Να μη ζητάς πολλά Να ντύνεσαι καλά Στο δρόμο να προσέχεις Βαθιά μου ζεις απωθημένο Φοβάσαι εδώ, δεν επιμένω Αφού ποδοπατάς Εμένα που αγαπάς Αγάπα ό,τι έχεις
Η νύχτα χάραξε, στο πάρκο άραξε Κουβέντα μου ’πιασε να ξεχαστώ Το δάκρυ λύνεται, γιατί δε γίνεται Να λες αταίριαστο… το ταιριαστό
Πάει καιρός που δε μιλήσαμε Σ’ ελπίζω πάντα σαν εικόνα πρωινού Στα κάτεργα του νου Πολύ το φως γι’ αυτό και σβήσαμε Το κατά τύχη μας, τ’ αφήσαμε Στο χέρι του Θεού