Pḗre sbárna ki armenízei pallēkári ap’ tē gōniá san palió ka-rábi trízei pou ston ýphalo chtypá miázei plí- miázei plío sticheiōméno stou pelá- stou pelágou t’ anichtá
Échei chásei timoniérē ki ē phourtoúna to chtypá ki éna aóra-to machaíri niste styfós ton vorrá monachós, monachós kai díchōs príma vázei plṓrē, plṓrē gia to pouthená
Mia pseudaísthēsē ḗtan óti eíche apó tē phylakḗ me to diáolo ergodótē gia na piásei tēn kalḗ eín’ argá kai stou chárou to limáni áraxe tṓra na xekourasteí _______________________ Πήρε σβάρνα κι αρμενίζει παλληκάρι απ’ τη γωνιά σαν παλιό καράβι τρίζει που στον ύφαλο χτυπά μοιάζει πλοίο στοιχειωμένο στου πελάγου τ’ ανοιχτά
Έχει χάσει τιμονιέρη κι η φουρτούνα το χτυπά κι ένα αόρατο μαχαίρι μπαίνει όλο πιο βαθειά μοναχός, μοναχός και δίχως πρίμα βάζει πλώρη, πλώρη για το πουθενά
Μια ψευδαίσθηση ήταν ότι είχε από τη φυλακή με το διάολο εργοδότη για να πιάσει την καλή είν’ αργά και στου χάρου το λιμάνι άραξε τώρα να ξεκουραστεί