Τι κι αν σε βλέπω, τι κι αν το χέρι μου αγγίζεις καμιά φορά νομίζω σαν όνειρο πως θα μου σβήσεις και θα μ’ αφήσεις μες στο σκοτάδι και θα πνιγώ στης μοναξιάς το βαθύ το πηγάδι. Φοβάμαι καμιά φορά που σε κρατώ αγκαλιά πως αν ανοίξω τα μάτια μου θα ‘χω χέρια αδειανά, θα μου λείπεις ξανά, θα σε ψάχνω αλλά δε θα σε βρίσκω, ψυχή μου, σ’ αυτή τη γη πουθενά. Γιατί να μη μπορώ μες στα φιλιά σου να μένω, να κλαίω, να χαίρομαι εκεί μέσα και ποτέ να μη βγαίνω, και να μην έχω αυτό το φόβο πως ό,τι ζήσαμε μαζί ήτανε μια στιγμούλα μόνο. Κρυώνω κι όμως δεν έχει χειμώνα φέρνω στο νου μου ξαφνικά τη ζεστή σου εικόνα κι είναι όπως πρώτα, είσαι στο πλάι μου, είσαι ο ήλιος μου ξανά και ξανά το φεγγάρι μου. Έλα, μη φεύγεις, μείνε αυτή τη φορά κουράστηκα να δακρύζω, κουράστηκα αρκετά. Σκέψεις περνάνε και με πονάνε και δε στο κρύβω, γλυκιά