Στην αγορά παγιδευμένοι ποντικοί νύχτα στην Tσιμισκή, μες στον αέρα γλιστράς δεξιά μου κρύα αναπνοή πριν από χρόνια ζούσαμε 'δώ πέρα.
Σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό σ' αναζητώ τη μυρωδιά σου πιάνω με το σώμα αν είν' ο κόσμος μου τρελός τί να σου πώ; αν κάνω λάθος το ρυθμό σ' ακολουθώ.
Bουλιάζουμε σιγά κι αυτός ο δρόμος δε μας πάει πουθενά σ' αγγίζω στο βυθό κι αναρριγώ. Ξαπλώνουμε βαριά κι ο έρωτας μας κουβαλά στα νύχια του μας παίρνει και μας σέρνει.
Πίσω απ' τις γρίλιες στέκει ο θυρωρός και τη φτωχή ζωή του ανακατεύει μας υποπτεύεται βουβά ο διπλανός· ποιός ξέρει η κυρα-Bάσω τι μας σέρνει!
Mες στη γλυκιά φωνή της κρύβει μια θηλιά και μες στα πόδια της φωτιά που αναστατώνει τα βράδια κατεβαίνει αγκαλιά στο σατανά και το πρωί στο ισόγειο καμαρώνει.