Τίποτα στο κόσμο δεν τον νοιάζει παρά μόνο το μυαλό του ανοικτό να μένει μέσα στην αδράνεια τρομάζει ξαναβλέπει στη φορμόλη την ψυχή σβησμένη κόβει το κορμί του και το θάβει σε νερό και σε φωτιά να χωριστεί
Στους δεκάξι παγωμένους εφιάλτες κάτι απρόσωπα λαμπάκια της νυκτός δανείζει σ' άνυδρους ανέραστους αντάρτες στοιχειωμένος σε μια εθνική οδό που πήζει βρίσκει την αχτίδα π' απομένει και μαζί της τη φυγή θα μοιραστεί
Οι ψυχές και οι αγάπες σιαμαίες αυταπάτες όμοιες σαν άσπρα πλήκτρα σαν φωτάκια μες τη νύκτα βρίσκουν σώματα παρθένα στη συνήθεια πουλημένα με φιλιά τα εξαγνίζουν τους χαρίζονται
Τούτος ο αρχέγονος ρυθμός των Αφρικάνων κάτι από μπάλο Συριανό θυμίζει ανθρωποθυσία στους θεούς των ηφαιστείων σαν αναπαραγωγής βωμό γυαλίζει κράτησε αγάπη μου για λίγ