Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωριζώ από την όψη που με βία μετράει τη γή. Απ`τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή, κι ένα στόμα ακαρτερούσες Έλα πάλι, να σου πεί. Άργειε νά`λθει ερείνη η μέρα, κι ήταν όλα σιωπηλά, γιατί τά` σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.