Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, στης ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό, και μ' αφήναν νηστικό.
Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά, του χωριού, την εκκλησιά,
Kαι ζευγάρι με το βόδι -άλλο μπόι κι άλλο πόδι- όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα. Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ, για τ' αφέντη το φαί.