Πού να σου εξηγώ πως έτσι σαν κουφάρι μένω, να μετρώ το χρόνο που θα χρειαστώ να χωνέψω τη λογική. Δε με υπολόγισες καλά, όφειλες ξέρεις. Το χρόνο θα τον πάρω και τότε θα γελάσω δυνατά, τ’ άδεια σου μηχανουργήματα θα τα ξεσκίσω και θα τα στείλω πίσω σ’ ένα φάκελο γεμάτο σκόνη. Θα μάθω για σένα όλες τις γλώσσες του κόσμου ετούτου και θα καθίσω μαζί σου ατελείωτες ώρες δίπλα στο παράθυρο του τρένου να δούμε τον κόσμο από άλλη μεριά, νέα Έλλη, νέα Ιθάκη, νέα Αμέρικα.
Πού να σου εξηγώ πως δεν πονάω πια, πού να σου εξηγώ πως δε σε ξέρω πια κι ας ξέρω τον καιρό στα μέρη που θα πας, μα ορίζοντα ανοιχτό να βρίσκεις να περνάς.
Κοιτάζω τώρα πίσω, τι να κρατήσω και ποια ζωή να ζήσω, πώς να σου εξηγήσω; Κοιτάζω πάλι πίσω, τι να κρατήσω και ποια ζωή να ζήσω, πώς να σου εξηγήσω;